- εὐφλέκτου
- εὔφλεκτοςeasily set on firemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… … Dictionary of Greek
εύφλεκτος — η, ο (Α εὔφλεκτος, ον) αυτός που αναφλέγεται, που ανάβει εύκολα («ὕλης εὐφλέκτου ἐμπλήσαντες», Aρρ.). επίρρ... εὐφλέκτως (Α) με ευκολία στην ανάφλεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. ά φλεκτος, πυρί φλεκτος] … Dictionary of Greek
νάφθα — Όρος που χρησιμοποιείται γενικά για τα καύσιμα ορυκτά έλαια. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως ν. το καύσιμο έλαιο, που εναποθηκεύεται σε μεγάλες και μικρές δεξαμενές ή μεταφέρεται σε βυτία ή τροφοδοτεί τους καυστήρες των λεβήτων και των καμίνων καθώς… … Dictionary of Greek
βενζίνη — η (λ. γαλλ.), το όνομα ελαφρού και εύφλεκτου προϊόντος του αργού πετρελαίου, που χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)